καθιερεύσας

καθιερεύσας
καθιερεύσᾱς , καθιερεύω
sacrifice
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
καθιερεύσᾱς , καθιερεύω
sacrifice
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
καθιερεύσᾱς , καθιερόω
dedicate
pres part act fem acc pl (epic ionic)
καθιερεύσᾱς , καθιερόω
dedicate
pres part act fem acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθιερεύω — (Α) (για πρόσ.) 1. προσφέρω ως θυσία, ως σφάγιο, θυσιάζω («ὁ τὴν μητέρα καθιερεύσας καὶ φαγών», Αριστοτ.) 2. σφάζω, σκοτώνω, σαν να προσφέρω θυσία («φονικοί καὶ έτοιμοι καθιερεύειν αὑτοὺς τε καὶ τὰ παιδικά», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”